Content

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

"πάντα το δάκρυ του χαμένου τόνε φτάνει"

(η συνέχεια και μάλλον το τέλος)

Σιχαινόταν τα τρένα, τους σταθμούς, τα εκδοτήρια. "Σκουριασμένες ρόδες πάνω σε καταθλιπτικές ράγες, φωλιές ποντικών", τ’ αποκαλούσε. Γι αυτό το λόγο, απ’ τα 18 του είχε βγάλει δίπλωμα να καβαλάει τους δρόμους με ένα παπάκι, στη συνέχεια με μηχανή και τώρα μ’ αυτοκίνητο. Δεν έδινε λογαριασμό σε ελεγχτές και παρατρεχάμενους, "απομεινάρια φασισμού" έτριζαν οι λέξεις κάτω απ’ τη γλώσσα του. Τον τρόμαζαν και οι γιαγιάδες που έμπαιναν με τα στυλό αγκαλιά, αγγαρεύοντας τη λύπη του να δώσει ό,τι ψιλά του χαν μείνει στο παντελόνι. Μπαίνανε και τα πρεζάκια στα βαγόνια, και μια βελόνα που χε βρει τυχαία πεσμένη κάτω απ’ το κάθισμά του τον είχε ταράξει. Έπρεπε όμως, έπρεπε σήμερα, ύστερα από 20 χρόνια, να ξαναχωθεί στο στόμα του τρένου και να κατέβει στην Αθήνα. Το αμάξι στο συνεργείο, χαλασμένο καλοριφέρ, γκρίνιαζε η Τούλα: "κρυώνω, κρυώνω, πότε θα το πας στο συνεργείο;" Και να που το πήγε, και να που έπρεπε να ξαναμπεί σε βαγόνι για να πάει στη δουλειά του. 6.45 ώρα πρωινή, να τος στο σταθμό Αγ. Νικολάου. Ο χαρτοφύλακας στο χέρι, η γκρι καπαρτίνα και η μαύρη ομπρέλα, απαραίτητο σετάκι τραπεζοϋπαλλήλου, άλλοι 2-3 στο ίδιο μοτίβο, έκανε μπαμ από μακριά το συναδελφιλίκι. Άμα μπορούσε να ξεχωρίσει και τη μάρκα της καπαρτίνας, θα καταλάβαινε και το βαθμό τους. Το τρένο γουργούριζε πάνω στις ράγες, γκρίνιαξαν τα φρένα του καθώς σταμάτησε και η σαρδελοποιήση σε όλο της το μεγαλείο άρχισε. Ο κόσμος πολύς, αλλοδαποί, γυναίκες απ’ το Αζερμπαϊτζάν με χρυσά δαχτυλιδάκια στο χέρι, παιδιά που θα κατέβαιναν στο Μοναστηράκι για καφέ με τον αέρα της κοπάνας από μαθήματα, "σιγά κύριε, μη σπρώχνετε" και τα λοιπά. 20 χρόνια και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Βρήκε ο τυχερός μια θέση να κάτσει. Κοίταξε πρώτα κάτω, βρωμιά, πατημένα εισιτήρια, "δε θα ζήσω μέχρι να βγω Ομόνοια", μουρμούρισε. Σήκωσε το κεφάλι προσπαθώντας να μη φανεί ο σνομπισμός του για όλους γύρω του, και τότε την είδε καθισμένη απέναντί του. Κι ο σνομπισμός έγινε ένας τεράστιος καθρέφτης που έσπαγε κι όλο έσπαγε και τα κομμάτια πέφταν πάνω του. Νόμισε πως το βαγόνι πνίγηκε από τα αίματά του. Ήταν εκείνη. Η γυναίκα του για ένα δίμηνο, η κοπέλα του για 5 χρόνια, και το φλερτ του για 1 χρόνο. 6 χρονών και 2 μηνών η γνωριμία τους, μόλις είχε αρχίσει να μαθαίνει την αλφαβήτα, 6 χρονών μωρό που πέθανε άδοξα και άτιμα. Εκείνη κοιμότανε, δεν τον είχε πάρει χαμπάρι, δεν είχε πάρει κανέναν χαμπάρι, είχε πέσει σε λήθαργο, "ζει;", αναρωτήθηκε χαζά, "ούτως ή άλλως μαζί της μόνο χαζά φερόμουνα". Θα χαν περάσει 3 χρόνια από την φορά που τον πέταξε έξω απ’ το σπίτι τους, του εκσφενδόνιζε απ’ το μπαλκόνι τα πουκάμισα και τα μάτια της είχαν γίνει δυο μαύρα μανιτάρια. Δηλητηριασμένα. Οι αναμνήσεις πέφταν πάνω του και με χειρουργική ακρίβεια τον κεντούσανε. Τα μαλλιά της είχαν μακρύνει, τα ρούχα της δεν τα ήξερε, και "πού πηγαίνει με το τρένο τόσο πρωί; Ή από κάπου γυρνά;" Και να που τον πλάκωσε και η ζήλια, "Πού να γυρίζει; Με ποιον κοιμάται; Τί μου χε έρθει και την κεράτωσα; Ανωριμότητα;". Και οι ενοχές που δεν έδωσε ποτέ όσα πήρε, τον έθαβαν, αναζητούσε μια φωλιά ποντικών να κρυφτεί, μα το τρένο κυλούσε κι αυτή κοιμόταν ξέγνοιαστη. Ήθελε να την πάρει αγκαλιά, να την σηκώσει δίχως να την ξυπνήσει, και να βρεθούνε 3 χρόνια και 2 μήνες πριν στο κρεβάτι με τα νυφικά σεντόνια-προικιά της μάνας της. Ήθελε, ήθελε, μα φοβόταν μην την ξυπνήσει, φοβόταν μη τα μάτια της ήταν ακόμα δυο μαύρα δηλητηριασμένα μανιτάρια, ντρεπότανε που την κοίταζε έτσι σα χάνος, νόμιζε πως όλοι είχαν καρφωθεί πάνω του και τον φωνάζανε: "καθίκι". Ο κόσμος σάλεψε μέσα του, κι έξω του οι επιβάτες ανασκουμπωνόντουσαν "Επόμενη στάση: Ομόνοια", ανήγγειλε το μεγάφωνο. Εκείνος δεν ήξερε τι να κάνει. Να φύγει να πάει στη δουλειά του, να μοιράσει δάνεια, ή να μείνει εκεί να την χαζεύει να κοιμάται, να περιμένει να ξυπνήσει, να της ζητήσει συγγνώμη με 3 χρόνια καθυστέρηση; Σηκώθηκε συντετριμμένος, άγκυρες είχαν γαντζωθεί στο στόμα του μα βούλιαζε η καρδιά του, κρατήθηκε από τον χαρτοφύλακα και βγήκε.

5 σπόροι:

ggl says:
at: Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006 12:04:00 π.μ. είπε...

Μετά από 6 χρόνια του ήρθε σε 2 μήνες να ξεστρατίσει; Παπαρουνιά μου μυρίζει κάτι άλλο υπονοείτε μάλλον, εκτός αν ο κύριος δεν είχε πρότερο έντιμο βίο.

Παπαρούνα says:
at: Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006 12:14:00 π.μ. είπε...

ελάτε, τζιζι, όλο απορίες μού είστε!! Ο τύπος φρίκαρε στην ιδέα του γάμου. Προσέξτε την ατάκα της Μυρτούς στο προηγούμενο κείμενο..
(παραδεχτείτε όμως ότι δεν το περιμένατε αυτο το τέλος-χιχι)
Τώρα το μόνο που απομένει είναι να μπει η ρεντον και να μου πει πως θέλει να μάθει την οπτική του νταλικέρη..:Ρ

Μαύρος Γάτος says:
at: Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006 1:19:00 π.μ. είπε...

Ακόμα να το κουρδίσεις βρε το πιάνο;

Να σού στείλω έναν κουρδιστή πακέτο για χριστουγεννιάτικο δώρο...

ή μήπως 'θά ναι αργά μεσάνυχτα και θαά'χεις κουραστεί;"

καλό βράδυ κ καλές γιορτές

Παπαρούνα says:
at: Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006 7:11:00 μ.μ. είπε...

τί κουρδιστής θα ναι αυτός που θα μου χτυπήσει τη πόρτα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα;

Καλές γιορτές και σε σας
:)

Μαύρος Γάτος says:
at: Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006 8:47:00 μ.μ. είπε...

Σ;)))

Η φωτογραφία μου
Επέλεξα επίτηδες την οδό Μαυροματαίων, για να ξορκίζω την έκφραση "μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε"... Γ.Ξανθούλης
"ο σουρεαλισμός αποδεικνύει ότι το υπερπραγματικό είναι η ίδια η ανυπότακτη πραγματικότητα απαλλαγμένη από το κοινότοπο."
Μαλβίνα Κάραλη
____________________

"Μασάω λαίμαργα το καιρό
κι όλο σε περιμένω"

Γιάννης Κοντός

στο ψάξιμο

"Νύχτωσε πάλι
Η μέρα που ήταν να 'ρθει σήμερα τι απέγινε;"

Γιάννης Αγγελάκας
____________________

"Έχω ζήσει τόση πολύ βουβαμάρα εδώ μέσα, που για μένα τα γράμματα παίζανε το ρόλο συζήτησης. Μετά κατάφερα να κουβεντιάζω ολομόναχη."
Ιωάννα Καρυστιάνη
"Κανείς να μη μάθει πώς ζήσαμε,
κανείς να μην ξέρει από πού ερχόμαστε και, προπαντός,
κανείς να μη μάθει ποτέ πώς πεθάναμε."

Γιώργος Χειμωνάς
____________________

"Είναι η περίληψη
των σιωπών μου που εκρήγνυται και φέγγω ολόκληρη
όταν λυπάμαι"

Στέλλα Βλαχογιάννη
____________________

"Η οικογένειά μας έπασχε
από μιαν ανίατη ασθένεια:τις αναμνήσεις"

Μάνος Ελευθερίου

όλο το σώμα μου συρτάρια

"Ζήσαμε πάντοτε αλλού και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει
ερχόμαστε για λίγο."

Τάσος Λειβαδίτης
____________________

"πιάνομαι γερά από
τον τρόπο μου που έχω να σαρώνομαι"

Κική Δημουλά
____________________

"Κάθε φορά που σώζεται κάποιος συναντάει το παιδικό εαυτό του με τρύπες σ' ολόκληρο
το σώμα"

Χρήστος Βακαλόπουλος




followers