Καύσωνας που σε πιάνει από τα μούτρα και σου γυρίζει όλο τον κόσμο ανάποδα, πέφτουν από τις τσέπες τσιμπίδια και κέρματα. Το κεφάλι κολυμπά στον ιδρώτα, στρώματα βγάζουν φωτιά και ένα φευγιό αιφνίδιο. Με μίσησα. Μέσα σε τούτο το χαμό και γω σκεφτόμουν γλυκερές εκφράσεις και συντάξεις προτάσεων. Ξεπουλημένη. Μ' εκδικούνται τα όνειρα. Κατά τις 6.30, ξυπνώ και πιάνω να ξεχνιέμαι με ρουτίνα, πάνω κάτω οι ίδιες διαδρομές, σημειώσεις ιστορίας Τέχνης, παραδόσεις σημειωτικής, μα το μυαλό μου μπογιατίζουν κλάματα και δεν έχω αέρα, και οι απουσίες πληθαίνουν, που στρίβω;, πάλι πίσω, άπνοια, στο μπαλκόνι θα ναι μαραμένος κι ο βασιλικός. Να ποτίσω; Πάντα, πάντα οι λάθος άνθρωποι φεύγουν. Λάσπη αυτές οι μέρες. Ζέστη όλο ζέστη. Ζέστη και πένθος είναι διαβολικός συνδυασμός, ο Morisson αναγγέλλει το τέλος-φίλε μου- και εμείς κάτι σαν τους ήρωες του Lost. Απελπισμένα μάχιμοι. Ή μάχιμα απελπισμένοι.
Διάλεξε.
Και πάρε. Χάρε.
"Desperately in need...of some...stranger's hand in a...desperate land"