Oι γείτονες γιορτάζουν θριαμβευτικά την άνοιξη. Η κοπέλα της απέναντι πολυκατοικίας απλώνει στην ταράτσα τα εμπριμέ της σεντόνια. Καμιά φορά βγάζει καρέκλα και στρώνεται κάτω από τον ήλιο. Έρχεται και ο φίλος της, της βάζει αντηλιακό λες κι είναι Ιούλης, καπνίζουνε κανα δυο τσιγάρα κι έπειτα αυτός φεύγει. Τον βλέπω με τα κιάλια μου να κατεβαίνει τις σκάλες και να βγαίνει στο δρόμο με το ανάλαφρο περπάτημα του 25άρη. Ύστερα, στρέφω τα κιάλια 180 μοίρες, κεντράρω στην αυλή της Κατερίνας. Αυτή έχει ξαμοληθεί στους κήπους της με τα σουσούμια και όλο φωνάζει: «Ου, άνθισε και και το γεράνιιι». Τέντωνε πάντα το τελευταίο γράμμα λες και το γεράνι θα άνθιζε περισσότερο. Μάλλον το εκβίαζε. Έκανα κι εγώ ένα ζουμάρισμα στα λουλούδια, αλλά έτσι όπως ήμουν χωμένος μέσα στις γλάστρες το μόνο που διέκρινα ήταν μια βερικοκιά που την κατασπάραζε η μελίγκρα.
Ήρθε η νοσοκόμα το πρωί. Κάτι μουρμούραγε για έναν παλιό της γκόμενο, πόσο άχρηστοι είναι οι άντρες και άλλες κοινοτυπίες. Εγώ της το πα: «Όλες τα ίδια λέτε, κι όλες μας κυνηγάτε.»
«Έλα, παππού, να φας το κοτόπουλο τώρα κι άσε τις κουβέντες», με ειρωνεύτηκε.
«Είναι καθαρισμένο;», τη ρώτησα με ξινισμένα μούτρα.
«Φυσικά, η κυρία Ροδούλα του βγαλε όλες τις πετσούλες. Σας προσέχουμε εδώ, τί νομίζετε;», είπε με πατροναρισμένη ευγένεια.
Η νοσοκόμα, και τη γράφω έτσι γιατί δε θυμάμαι το όνομα της, όλες ίδιες είναι- άσπρα πέδιλα κι άσπρες ρόμπες - έκανε μια γύρα στο δωμάτιο. Έφερε χαρτιά, έστρωσε τα σεντόνια.
«Δε θέλω να μου ξαναφέρετε κουβέρτες!», της στρίγγλισα, «μπήκε Άνοιξη, δεν το πήρατε χαμπάρι εσείς;»
Ήθελα να φύγει, να συνεχίσω την κατασκοπία μου πριν το μεσημεριανό ύπνο.
Δε μίλησε, χαζοσιγύριζε και το βλέμμα της έπεσε πάνω στα κιάλια. Τα χα κρύψει ο βλάκας κάτω από τον Μαρκές. Πήγε να σηκώσει το βιβλίο, πάρε τα κιάλια κάτω. Αν δεν ήταν ντυμένα με τόση πλαστικούρα, σίγουρα θα έσπαγαν. Δαγκώθηκα κι έκανα να βρω τη μαγκούρα μου. Η νοσοκόμα είχε πάρει ένα ηλίθιο βλέμμα αγελάδας, μάλλον ήταν κι αργόστροφη. «Παππούλη, τι τα θες εσύ αυτά;», χασκογέλασε, «ποια κοπελίτσα παίρνεις μάτι; Δε ντρέπεσαι στην ηλικία σου;»
«Άστα, κάτω ρε, σαχλοκούδουνο!», ούρλιαξα.
Το σαχλοκούδουνο τότε, κοκκίνισε, άναψε μέχρι τ’ αυτιά, πήρε τα κιάλια κι έφυγε απ’ το δωμάτιο χτυπώντας τα τακούνια της.
Τι θα κάνω από δω και πέρα; Πώς θα περνάει η ώρα άμα δε χαζεύω τη γειτονιά;
Μας πήγαν βόλτα όλα τα γεροντάκια σήμερα. Μάλιστα. Τα καλόπαιδα της περιοχής έκαναν παρέλαση και μεις χειροκροτάγαμε. Ο Μάνος φούσκωσε σα γάλος από εθνικισμό, του χαν δώσει και μια σημαία, παραλίγο να μού βγάλει το μάτι ο άχρηστος. Η νοσοκόμα που μου πήρε τα κιάλια ήταν ακόμα φουρκισμένη μαζί μου. Απαιτούσε, λέει, να της ζητήσω συγγνώμη. «Δε σφάξανε!». Ήδη παρήγγειλα από τον Κωστή, που έρχεται ο γιος του κάθε βδομάδα, να μου φέρουν καινούργια κιάλια. Έχουν περάσει τρεις μέρες χωρίς να αντικρύσω τον κόσμο μέσα από πρίσματα, κι αισθάνομαι λειψός. Με ρώταγε κι ο Κωστής όλο απορία: «Τί τα θες τα κιάλια; Δείχνεις σοβαρός άνθρωπος.». Ήθελα να του εξηγήσω τη χαρά του να φέρνεις τον άλλον, τον άγνωστο, κοντά σου μέσα από έναν φακό. Τα μακρινά κοντά, και τα κοντινά μακριά. Κάτι σαν ένα τρίτο μάτι που παρακολουθεί, μπλέκεται στις ζωές αγνώστων και περνά η ώρα. Δε θα καταλάβαινε. Μπορεί να με χαρακτήριζε διεστραμμένο, και μετά θα μού βγαίνε το όνομα. Όχι, δηλαδή, πως τώρα δε μου έχει βγει. Κάτι ανάμεσα στο ματάκιας και στο πορνόγερος. Μπορεί να χουν και δίκιο.
25-Μαρτίου-‘95(το βράδυ)
Θυμάμαι, η Αννιώ στο σπίτι μας, τα χε όλα έτοιμα. Γύρναγα εγώ μπουγιουρντισμένος από τη δουλειά και το σπίτι φούσκωνε από τις μυρωδιές. Θεός σχωρεσ' την. Ένα παιδί δε κάναμε. Πέρναγαν τα χρόνια κι εκείνη, αγία, έριχνε τα δάκρυά της στην κουζίνα.
Θεέ, εμένα πότε θα με πάρεις;
Κατάλαβαν την κομπίνα μου με τα κιάλια στη διεύθυνση. Τους τα πρόφτασε η νοσοκόμα που της τα χε προφτάσει ο Κωστής. Ήθελε, λέει, να μου τυλίξει τα κιάλια σε χαρτιά και γιρλάντες, σα δώρο, λέει, και για αυτό μίλησε στη νοσοκόμα. Καμιά φορά, νομίζω, η αφέλεια και η κουτοπονηριά έχουν τα ίδια αποτελέσματα.
Τώρα μου άλλαξαν και το δωμάτιο. Απ’ το παράθυρο έχω θέα τον τοίχο μιας τράπεζας. Τίποτα άλλο. Μπετόν και ρωγμές.
Μπήκε η νοσοκόμα προχτές να συγυρίσει και να φέρει το μεσημεριανό. Μάλλον ήμουν σε κακά χάλια, γιατί της έπεσε ο δίσκος στο πάτωμα, γεμίσαμε γυαλάκια, έφυγε και γύρισε με τη σκούπα. Την έβλεπα να μαζεύει τα γυαλιά ανακατεμένα με τους κεφτέδες, και σκεφτόμουν πως θα μπορούσε να ταν κόρη μου. Με πιάσανε τα κλάματα σα γυναικούλα. Εκείνη εμβρόντητη, συνηθισμένη να με βλέπει να βρίζω και να συνοφρυώνομαι, ήρθε κοντά
«Γιατί κλαις; Το ξέρεις πως είσαι ωχρός σαν πανί, παππού;»
Δώστου εγώ κλάμα. Με πετροβολούσαν η σκέψη της Αννιώς, ο θάνατός της, τα παιδιά των άλλων που ζηλεύαμε, την ερημιά του γηροκομείου, όλα κουβάρι.
Ήρθε πάλι την επομένη με τα κιάλια.. «Πάρε τα», μου λέει κομπιάζοντας, «σήκω να πάμε μια βόλτα στον κήπο και κει κάνε ό,τι θες. Κοίτα τον κόσμο, τα φυτά, όποια κοπελίτσα θες, μόνο μη σε ξαναδώ μαραμένο.»
3 σπόροι:
at: Πέμπτη, Απριλίου 12, 2007 6:50:00 μ.μ. είπε...
Ο παπαρουνοθείος;
at: Σάββατο, Απριλίου 14, 2007 11:24:00 μ.μ. είπε...
καλά κείμενα.Σας ενδιαφέρει να τα εντάξουμε σε μια σειρά -έντυπη κυκλοφορία -που προετοιμάζουμε;
Ελπίζω στην απάντηση σας.
δείτε:www.pixisbook.blog.com
απάντηση:OPSIKL@YAHOO.GR
Σας ευχαριστώ.
Λ.
at: Κυριακή, Απριλίου 15, 2007 6:29:00 μ.μ. είπε...
"Πήρα κόκκινα γυαλιά κι όλα γύρω σινεμά τα βλέπω...Κι ούτε ξέρω πως να ζω ούτε και πως ν'άγαπώ,τη ζωή μου επιβλέπω..."
Δημοσίευση σχολίου