(foto: Linh Chi)
Ντεγκραντάρουν και σβήνουν κάτι κύματα στον ουρανό, αφήνουν στάλες στη γη κι ένα φεγγάρι μεγάλο και πορτοκαλί σα σημαδούρα. Κολυμπώ μα δεν το φτάνω. Σαν τα σκίτσα στο Blankets με το κρεβάτι των παιδιών να γίνεται καράβι. Η άρνηση κι η κόντρα ανάμεσα στ'αδέρφια. Το παντοτινό ένος έρωτα με γνώσις εαυτόν για την ολιγωρία του. Σφίνα στ' όνειρο μια αμυγδαλιά. "Κόψε ένα κλαρί να βάλω στο παρμπρίζ." Κέρινα τα ανθάκια και στο γκάζι σπάνε τα εύθραυστά μου. Κυνηγάς το ανέφικτο. Την ευτυχία. Και χάνεις το ουσιώδες. Να αγαπήσεις τη ζωή. Μέσα σε λεωφορεία. Χρέος. Πρέπει να γράψω. Κάτι να γράψω. Με τσιμπάει. Βάζω έναν εσκαφέα μες στο στόμα μου και φτάνει ως τα έγκατα. Μόνο χώμα και νερό. Θυμήθηκα τα πλάνα της καταστροφής. Ένα πρίν και μετά σαν μαζική παραδοχή του μάταιου. Η φρίκη του παραθαλάσσιου. Το κύμα που καταπίνει κι αργότερα ξερνά μια πόλη όνειδος. Κι η τεχνολογία· συσσωρευμένες λαμαρίνες. Γούστο που το χει ο άνθρωπος για i-tech και στο i-fear τού κόβονται τα γόνατα. Σαν το παιχνίδι του δημοτικού. Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί. Μα η θάλασσα κερδίζει.
Έκοψα παπαρούνες. Για γούρι. ”Μάτια μου, σε μένα θα γυρίσεις”. Σκέψεις σε παλιά μπλοκάκια με ακαταλαβίστικα γράμματα για τους απέξω. Στις μπροστά σελίδες υπενθυμίσεις για έπιπλα και πιο πίσω σημειώσεις για μαθήματα του τότε πέμπτου εξαμήνου, Γράμματα και Αριθμοί. Πέντε χρόνια πριν και η τραμπάλα των δικών μου γραμμάτων παραμένει αστείως ξεβίδωτη και μεθυσμένη. Σκάει η Άνοιξη με γκελ στα παράθυρα της Εθνικής Ασφαλιστικής και αφήνει στάμπες χαράς στο μέτωπο. Γυρίζω σπίτι και ο ήλιος σφαίρα πάνω. Κι άγχος κι εμμονές για δουλειές και τα ρέστα. Να γίνεις μια άλλη. Που θα πουλά το fun και θα ζητά το trendy. Κουλτουροστέκια και υπόγειες gallery μέσα σε μπετά για ψαγμένα τυπάκια. Δεν χωράω, κλοτσάει μέσα μου. Συμπάσχω πιο πολύ, πιο δυνατά, εκείνον τον τύπο, 6 πρωϊνή, να βγαίνει απ' το σκυλάδικο τινάζοντας γαρύφαλλα απ' το πέτο. Ακόμα κι αν δεν χωράω ούτε εκεί. Και άγχος κάπως να τους κερδίσεις στα γραφεία με multitasking projects και κορπορετιές. Ο άλλος μου εαυτός που ξεπουλά τα αφελή όνειρα καλλιτεχνίας των 20 του. Οφείλω να γίνω σαύρα και να σέρνομαι.
Μια κουτσουπιά γραπωμένη πάνω σε φανάρι κάπου στη Κηφισίας.
Τόση ομορφιά για ένα δέντρο προδοσίας!
3 σπόροι:
at: Πέμπτη, Απριλίου 14, 2011 12:18:00 μ.μ. είπε...
Διαβάζω τα κείμενα σου και είναι μια ρουφιξιά ομορφιάς για μένα.
Μέσα από το μάταιο και άπληστο τούτο κόσμο, υπάρχουν άνθρωποι που δεν σκύβουν το κεφάλι.
Μια Αναγνώστρια που σε θαυμάζει,
Jane - www.voltes.info
at: Πέμπτη, Απριλίου 14, 2011 1:54:00 μ.μ. είπε...
Μην προσπαθείς να χωρέσεις σε καλούπια, οι παπαρούνες δεν είναι φτιαγμένες γι'αυτό. Είναι άδικο να χάνεις χρόνο προσπαθώντας, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να τσαλακώσεις τα πέταλά σου :)
at: Δευτέρα, Μαΐου 02, 2011 1:32:00 π.μ. είπε...
#jane, σ' ευχαριστώ πολύ! το site σου είναι πολυ πολύ καλό! καλό μήνα!
#εσύ μου, το ξέρεις καλά πως τα εργασιακά είναι δύσκολη πίστα αλλά θα τη βρούμε την άκρη:)
Δημοσίευση σχολίου