Ξεφλούδιζε το βερνίκι από τα νύχια της με τα δόντια όταν ήταν σκεφτική. Κατέβαζε θεούς και δαίμονες να ξεδιαλύνουν τις υποψίες της, προσπαθούσε να λύσει τα προβλήματά της με την εις άτοπον επαγωγή, αλλά αυτά τα προβλήματα ήταν παιδιά ξεροκέφαλα και αχόρταγα. Ρούφαγαν την κάθε της σκέψη, την έκαναν πιο πολύπλοκη, μετέτρεπαν τον κύκλο σε τετράγωνο, το τετράγωνο σ’ εξάγωνο, το εξάγωνο σ’ οκτάγωνο και έπειτα φουλ στη νιοστή. Στο τέλος έμενε εξουθενωμένη και πάνω στο στήθος της έχασκαν μικρά διαμελισμένα κομματάκια από κόκκινο χρώμα του μανό . Από μακριά έμοιαζε σα να χε παλέψει με θηρία και είχε βγει ματωμένη. Ηττημένη;
Χτυπάει το τηλέφωνο. Ο ήχος έσπασε τη νύχτα στα δυο. Θρύψαλα τα κρύσταλλα.
«Ναι;»
«Εγώ.», είπε ο σίγουρος Πέτρος.
«Γεια, καλά;», ρώτησε η Λένα σε στυλάκι δήθεν τυπικό .
«Καλά»
«Πού ήσουν το απόγευμα;», η περιέργεια έσπασε τους φραγμούς της τυπικότητας. Α ρε Λένα!
«Είχα πάει τον Στέφανο σε κάτι δουλειές»
«Α»
«Εσύ;»
«Εγώ άκουγα ραδιόφωνο»
«Πάλι εκείνον τον παρλαπίπα; Εκείνον με τις φιλοσοφίζουσες κοτσάνες του τύπου σημασία έχει που φτάνεις και όχι από πού ξεκινάς;»
Γέλασαν και οι δύο, επιτέλους ο πάγος έσπασε, ώρα για περισσότερη κουβέντα.
«Αφού μου αρέσει», έφερε ακλόνητο επιχείρημα η ναζιάρα Λένα, «έχει φωνή στιβαρή και βαθειά. Αυτά που λέει γίνονται πιστευτά. Τι άλλο μπορείς να απαιτήσεις από ένα απόγευμα καλοκαιριού;»
Ο Πέτρος τσίνησε λίγο. Έκανε μανιέρες να κρύψει την ζήλεια του. Φρέσκια η σχέση μην βγουν κι όλα τα ελαττώματα στη φόρα.
«Ναι, έχει καλή φωνή», αποκρίθηκε με ανωτερότητα.
«Τι θα κάνουμε αύριο; Η Μαίρη άνοιξε το μπαρ και μας περιμένει...», είπε η Λένα.
«Καλά, θα δούμε. Έχω δουλειές με τον Στέφανο πάλι αύριο βράδυ»
Η Λένα αγρίεψε, όλες οι υποψίες, όλες οι σκέψεις της επαληθεύονταν.
«Ο Στέφανος κι ο Στέφανος! Τι θα γίνει επιτέλους; Τι δουλειές έχετε πια;»
«Αφού σου ‘χω πει, ρε Λένα. Μεταφέρουμε τις επιδιορθωμένες τηλεοράσεις στα σπίτια του κόσμου. Χάλασε το βανάκι του Στέφανου και τον βοηθάω»
«Βραδιάτικα τις μεταφέρετε εσείς τις τηλεοράσεις;»
Ο Πέτρος, ομολογουμένως δεν είχε κανένα σοβαρό επιχείρημα να θέσει στο τραπέζι και την έκανε γυριστή.
«Να περάσω να σε δω;»
«Όχι», έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες η πεισματάρα Λένα την κουβέντα.
«Όπως θες, μωρό μου, θα σε πάρω και αύριο. Α! Και σ’ αγαπώ»
Μια άλλη κοπέλα θα σκιρτούσε με την τελευταία φράση. Η Λένα όμως ήταν σκληρό καρύδι.
«Αν μ’ αγαπάς, να σταματήσεις τις δουλειές με τον Στέφανο. Καλό βράδυ». Τελεσίγραφο.
«Καλό βράδυ και μην ξεχνάτε... σας αγαπώ», δήλωσε σαν άλλη Μαρία Αλιφέρη ο Πέτρος.
Η Λένα έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε το κρεβάτι της. Παντού πιτσιλισμένα κομματάκια από κόκκινο μανό.
Σα ματωμένη.
Ξεσκόνισε το κρεβάτι από τις ήττες της και έπεσε μισοχαρούμενη για ύπνο.
3 σπόροι:
at: Τρίτη, Αυγούστου 07, 2007 2:10:00 μ.μ. είπε...
Πολύ αληθεινό κείμενο ρε γαμώτο.
Τουλάχιστον τα νυχια της δε το βάφει μπεζ. Ευτυχώς.
at: Τρίτη, Αυγούστου 07, 2007 3:19:00 μ.μ. είπε...
Μ' άρεσε κι η προηγούμενη φωτογραφία που είχες βάλει... Και η παλιά υποσημείωση...
Σάκης
at: Τρίτη, Αυγούστου 07, 2007 5:12:00 μ.μ. είπε...
#κολοκυθάκι, μπεζ; α, πα,πα! Οι συμβιβασμοί είναι για τη ζωή, όχι για τα χρώματα.
#σάκη, το κείμενο το προηγούμενο σβήστηκε εξαιτίας κάποιων μικρών αλλαγών στην "ιστορία". Η φωτο έχει ξαναχρησιμοποιηθεί νομίζω. Όσο για το υστερόγραφο, έφτασε στον παραλήπτη του, άρα δεν έχει άλλο λόγο έξωτερικής και γραπτής ύπαρξης καθώς δεν θέλει απάντηση.
Επίσης δεν αφορά άλλους. :)
Δημοσίευση σχολίου