Μ. Τετάρτη
Μόλις πάμε ν' ανοίξουμε μια πόρτα
ο αγέρας την κλείνει.
Έτσι κλειδωμένοι απ' έξω
σφίγγουμε καθένας τα κλειδιά του
μ' όλο πού 'χουμε μονάχα μια στάμνα
μ' όλο που κανένας μας δεν έχει σπίτι.
Σήμερα δεν ξέρω να μιλήσω.
Σήμερα μιλάω σε πρώτο πρόσωπο.
Σαν σε χτυπάει ο δικός σου, η πίκρα είναι διπλή.
Ένα λεωφορείο πέρασε το απόγευμα.
Ένας ξένος με χαιρέτησε στα χωράφια.
Ήθελα να του πω ευχαριστώ. Δε μίλησα.
Ξέχασα να κοιτάξω τα σύννεφα. Ναι, οι μυγδαλιές
πήρανε χρώμα καστανό-βιολετί - θά 'ναι που χινοπώριασε
κι οι μύγες πλήθυναν πολύ, κάθονται στο χαρτί που γράφω.
Και τί που πήραν χρώμα καστανό-βιολετί;
Τα μερμήγκια έχουν το χωματένιο σπίτι τους - είναι ζέστη κει μέσα.
Εγώ δεν χωράω στη φωνή μου.
Τα πόδια μου μένουν απ' όξω.
Κρυώνω. Και με βλέπουν.
Θα πρέπει να 'φταιξα πολύ.