Του είπαν: "Κάτσε στη καρέκλα και μην το κουνήσεις". Στην αρχή δε σάλεψε. Είπε: "Καλό θα μου κάνει να ξεκουραστώ". Περνούσαν οι μέρες και η ξεκούραση έγινε ακηδία. Η ακηδία μετατράπηκε σε μια με τα μπούνια κατάθλιψη και ήρθε φορτσάτο ένα πράσινο φεγγάρι που ούτε τα βλέφαρα δεν είχε κουράγιο να σηκώσει. Μόνο καθόταν στη καρέκλα κι όλο σάπιζε. Ξέχασε και αυτούς που τον πρόσταξαν να μείνει άγαλμα και για ποιο λόγο ήθελε να ξεκουραστεί. Από τί κουράστηκε; Πότε η ζωή ήταν γεμάτη έγνοιες και μικροχαρές; Και τώρα, δηλαδή, τί; Δε ζει; Αφού αναπνέει. Αναπνέει ασάλευτος. Τα χρόνια πέρασαν εφιαλτικά μονότονα. Σκιές αυτοκινήτων ανεβοκατέβαιναν στο ταβάνι του, κι ο ταχυδρόμος για έναν περίεργο λόγο συνέχιζε να του ρίχνει γράμματα με απαιτήσεις. Πλήρωσε αυτό, ξόφλησε το άλλο. Επιθυμούσε να συρρικνωθεί. Ή να μαρμαρώσει. "Τίποτα να μην έρχεται,τίποτα και μην φεύγει". Σα κύμα που πέτρωσε έγινε η ζωή του. Κάπου τον έπιανε η αλμύρα, έκλαιγε μα δεν έψαχνε τους λόγους. Δεν ακουμπούσε το τηλεκοντρόλ, δεν άνοιγε πόρτα στους κοντινούς τους. Θα κουβαλούσαν μαζί τους αρώματα και λέξεις φανταχτερές. Η ζωή των άλλων τον πλήγωνε αφάνταστα. Τόσο εκτυφλωτικό στρας μέσα στα μάτια τους, του γκρέμιζε οποιαδήποτε σκέψη να σηκωθεί απ' την καρέκλα. Αισθανόταν σαν να έπεσε στη κινούμενη βάλτο. Του μυαλού του. Ηθελημένα ανήμπορος.
Ένα πρωί, σαράκια ρούφηξαν τόσο ξύλο που η καρέκλα σωριάστηκε κομματιασμένη στο πάτωμα. Οι νόμοι της βαρύτητας δεν τον άφησαν ανέγγιχτο. Και σωριάστηκε και ο ίδιος. Αναλογιζόμενος τη μη αναπαυτικότητα των ψυχρών μαρμάρων, έβαλε δύναμη στα χέρια, ύστερα στα πόδια και τα μάτια του για πρώτη φορά μετά από καιρό συνάντησαν τον κόσμο από κείνο το γνώριμό τους ύψος. Περπάτησε ως το νιπτήρα κι έβρεξε το πρόσωπο. Τ' αλάτια των χρόνων χαθήκαν στο σιφόνι, οι φλεβίτσες γύρω απ' τα χείλια σκίρτησαν, το δέρμα ξύπνησε απ' τη χειμερία νάρκη. Όλοι οι αισθητήρες πάλι σε λειτουργία. Ψηλάφησε τους τοίχους, το τραπέζι, το βελούδο του καναπέ και κοντοστάθηκε στην εξώπορτα, πατώντας στο βουνό από γράμματα και λογαριασμούς. Το πόμολο ήταν κρύο κι αναρρίγησε. Άνοιξε την πόρτα.
Ένας μπαγάσας ήλιος εκσφενδόνισε όλες τις αλανιάρες αχτίδες να σαγηνεύσουν το χλωμό μέτωπο.
8 σπόροι:
at: Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007 2:04:00 π.μ. είπε...
Ευχή για κάποιον που αγαπάς ή αγωνία να μην του μοιάσεις;
at: Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007 2:26:00 π.μ. είπε...
είδες άμα πιάσεις πάτο, πόσο μια χαρά σηκώνεσαι. εκτός αν σπάσει και ο πάτος, οπότε άστα.
at: Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007 12:42:00 μ.μ. είπε...
#τζιτζιλ, παράκληση είναι. Ν' ανοίξουν οι σχολές. :Ρ
#Στράτο, "πήδησα μ' αστοχασιά
μες στην κοσμοχαλασιά
κι έφτασα βαθιά στον πάτο
κι ήρθανε τα πάνω κάτω"
at: Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007 1:18:00 μ.μ. είπε...
Τί φοβερό κείμενο!
at: Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007 5:32:00 μ.μ. είπε...
ενα με την καρεκλα ο ανθρωπος..λιγο θελει??μακρια απο μας..κατακοκκινη μου..!!
at: Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007 7:27:00 μ.μ. είπε...
ενας που δεν μπορει ουτε το τηλεκοντρολ να πιασει βρισκεται αληθεια σε αθλια κατασταση
poppy,ωραια ατμοσφαιρα δημιουργησες,με φλεβιτσες...
at: Πέμπτη, Φεβρουαρίου 22, 2007 2:45:00 μ.μ. είπε...
#ρέντον, πώς νιώθει το χρυσόψαρο;:)
#με το φεγγάρι αγκαλιά, μα όλοι δεν περνάμε από αυτήν τη φάση λίγο ή πολύ;
#φιούζυ, :)
at: Σάββατο, Φεβρουαρίου 24, 2007 12:19:00 π.μ. είπε...
Εχει έναν χαζοχαρούμενο ίλιγγο...αλλά καλά. Πια.
Δημοσίευση σχολίου