Κρυώνω. Τα βράδια κοιμάμαι μπρούμυτα. Μην και αφήσω κανένα νούφαρο να ανθίσει πάνω στην καρδιά μου και θεριέψει. Γιατί ύστερα, αν το ξεριζώσω, ξέρω πως δε θα χει μείνει καμιά ομορφιά πάνω μου κι από τίποτα σε τίποτα θα γυρνάμε σαν τις άδικες κατάρες. Κρυώνω και το ξύλινο δαχτυλίδι μου σκουραίνει. Μου θυμίζει πόσο ξάνοιγε το χρώμα του όταν το βλεπε ο ήλιος του Αργοσαρωνικού. Κοιτάζω και το άλλο χέρι. Ένα μικρό ασημένιο δαχτυλιδάκι, δώρο από τη Μήλο. Και όλο κρυώνω. Θυμάμαι τη Βανέσσα στο χωριό που μου το βγαζε, να το ταιριάξει στο δικό της δάχτυλο. Τέντωνε το χέρι λες και βρισκότανε σε κοσμηματοπωλείο του Λονδίνου, και χαζοχαιρότανε: Πωπω, σαν να είμαι αρραβωνιασμένη! Και γω της έλεγα με βραχνή φωνή : Οι άντρες περνούν, Βανέσσα, και κανένα δαχτυλίδι δεν γίνεται παρομοίωση αρραβώνα. Θέλω ν' αδειάσω τους κάλυκες απ' το περίστροφο. Στους τοίχους γράφουμε κατά καιρούς περασμένα σύνθηματα, από φόβο μην ξεχάσουμε. "Ο χαμένος τα παίρνει όλα" και κάτι τέτοια χαριτωμένα.... Το θέμα όμως είναι πότε. Μετά από πόσους θανάτους ο λούζερ κάνει την απόσβεση; Ή μήπως ο Θεός το χει κι αυτό κανονισμένο;